κατατεμαχίζω

κατατεμαχίζω
κατατεμάχισα, κατατεμαχίστηκα, κατατεμαχισμένος, κόβω σε πολλά και μικρά τεμάχια, λιανίζω: Το κατατεμάχισε το κρέας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατεμαχίζω — (Μ κατατεμαχίζω) κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια, κατακομματιάζω, λειανίζω μσν. μέσ. κατατεμαχίζομαι χωρίζω σε μικρά κομμάτια …   Dictionary of Greek

  • αρβελίζω — (Μ ἀρβελίζω) κόβω σε μικρά κομμάτια, κατατεμαχίζω …   Dictionary of Greek

  • διακνίζω — (Α) [κνίζω] 1. κατατεμαχίζω, κομματιάζω 2. καταρρακώνω, εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • διαλαγχάνω — (AM) [λαγχάνω] 1. διαιρώ ή διαμοιράζω με κλήρο 2. παίρνω με κλήρο 3. κατατεμαχίζω, κατασπαράζω …   Dictionary of Greek

  • διαμελίζω — (AM διαμελίζω) 1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω 2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»] …   Dictionary of Greek

  • διαμοιρώ — (Α διαμοιρῶ, άω) [μοιρῶ] 1. διαιρώ, κατατέμνω, κατατεμαχίζω 2. μέσ. διανέμω, μοιράζω …   Dictionary of Greek

  • διαξύω — (Α διαξύω) [ξύω] αυλακώνω ή ρυτιδώνω επιφάνεια αρχ. κατατεμαχίζω, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • διαρραίω — (Α) 1. κατατεμαχίζω 2. κατασυντρίβω, αφανίζω …   Dictionary of Greek

  • διασπαράσσω — και διασπαράττω (AM διασπαράσσω και διασπαράττω) κατατεμαχίζω, κατακρεουργώ …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”